
Ελληνο-Αγγλικό Λεξικό Ορολογίας
Μεταναστευτικού & Διοικητικού Δικαίου
ελληνικός όρος
σπουδαστής
μετάφραση
student
ορισμός στο νόμο
Πολίτης τρίτης χώρας ο οποίος έχει γίνει δεκτός σε Ίδρυμα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και στον οποίον επετράπη η είσοδος στην Ελληνική Επικράτεια για να έχει ως κύρια δραστηριότητα την παρακολούθηση προγράμματος σπουδών πλήρους φοίτησης, με σκοπό την απόκτηση τίτλου τριτοβάθμιων σπουδών αναγνωρισμένου από την Ελλάδα, ήτοι διπλώματος, πιστοποιητικού ή διδακτορικού σε ίδρυμα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, που τυχόν συμπεριλαμβάνει προπαιδευτικό κύκλο για τις εν λόγω σπουδές βάσει του εθνικού δικαίου ή υποχρεωτική πρακτική άσκηση.
παραπομπή στο νόμο
αρθ. 1, ν.4251/2014
-
Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής ('Λεξικό Τριανταφυλλίδης'), Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, Θεσσαλονίκη
ΛΚΝ
-
European Migration Network (Ευρωπαϊκό Δίκτυο Μετανάστευσης)
EMN
-
International Organization for Migration (Διεθνής Οργανισμός Μετανάστευσης - ΔΟΜ)
IOM
-
United Nations High Commissioner for Refugees (Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες)
UNHCR
-
European Commission (Ευρωπαϊκή Επιτροπή)
EC
-
United States Citizenship & Immigration Services (Υπηρεσία Ιθαγένειας και Μετανάστευσης Ηνωμένων Πολιτειών)
USCIS
-
Ελληνικό Ίδρυμα Ευρωπαϊκής & Εξωτερικής Πολιτικής
ΕΛΙΑΜΕΠ
συναφείς όροι (EL)
Για λόγους διαλειτουργικότητας και ακεραιότητας των δεδομένων, ο συγκεκριμένος τομέας του Civilitas.GR δεν είναι διαθέσιμος σε κινητές συσκευές (πλην tablet). Παρακαλώ επισκεφτείτε την desktop/laptop έκδοση της σελίδας για τη μέγιστη εμπειρία πλοήγησης.
συναφείς όροι (EN)
πληροφορίες
πηγή πληροφοριών